-
1 σῴζω
σῴζω, with ι wherever ζ follows ω, as σῴζω, EM741.27, and so (written σωιζ-) in Inscrr. and Papyri down to iii B.C., e.g. IG12.625.4, 22.687.35, 1611.378, Isyll.75 (lapis), PCair.Zen.482.17, 532.23 (iii B.C.), Test.Epict. 1.6 (iii/ii B.C.), ([etym.] ἀνα-) IG22.492.13, also in cod. Laur. of S.El. 993, al., but otherwise without it, e.g.Aἔσωσε IG9(2).257.11
(Thess., v B.C.); but Didym. (and many Hellenistic and later Inscrr. and Papyri) rejected the ι everywhere, v. EMl.c., and on the other hand Inscrr. show σῳς- (always written σωις- ) from v B.C.,ἔσῳσεν IG12.1085.5
, 22.1236.6,συνδιασῴσαντες GDI1612.9
(Dyme, iii B.C.), σῴσαι ([ per.] 3sg. opt.) IG5(2).357.152 (Stymphalus, iii B.C.), (Canopus, iii B.C.), cf. PPetr.3p.72 (iii B.C.); σοζ[, i.e. σωζ[, occurs in IG12.590: [tense] fut. , Th.1.137, etc.; early [dialect] Att.σωῶ IG12.188.30
: [tense] pf. σέσωκα, also σέσῳκα, v. ἀνασῴζω:— [voice] Med., [tense] fut. , ([etym.] ἐκ-) A.Pers. 360, ([etym.] δια-) X.Cyr.4.2.28: [tense] aor. :—[voice] Pass., [tense] fut.σωθήσομαι Th.5.111
, Ar.Nu.77, Hp.Prog.1, etc.: [tense] aor.ἐσώθην Th.1.110
, al., SIG167.37 (Mylasa, iv B.C. ) ( ἐσώσθην only in Hsch.): [tense] pf.σέσωσμαι A.Th.
[ 821 ( 820) ], , D.56.33,σεσώσμεθα S.Tr.83
, etc.; but , cf. 110a,σεσωμένος PCair.Zen.331.8
(iii B.C.); said to be [dialect] Att. by Phot.; διασεσῳμένους is found in IG22.435.11 (after 336 B.C.) and διασεσῳμένοι in PCair.Zen.240.11 (iii B.C.); laterσέσῳσται IG12(7).386.25
(Amorgos, iii B.C.).--The foll. forms are found in Hom. and dialects,1 [tense] pres. part.σώζων Od.5.490
; [ per.] 3sg. ind. or opt. σώζει ([etym.] - οι) Hes.Op. 376 (v.l. for εἴη): [tense] pres. part. [voice] Pass. σωζόμενοι ([etym.] - ομένοισι) Thgn.68, 235 (s.v.l.).2 from [full] σᾰόω, [ per.] 3sg.σαοῖ Thgn. 868
, Call.Del.22, etc.; [ per.] 3pl.σαοῦσι Tyrt.11.13
; [ per.] 2sg. imper.σάου h.Hom.13.3
, Call.Epigr.35 (as v.l.), etc.: [tense] fut.σαώσω Il.10.44
: [tense] aor.ἐσάωσα 21.611
, Pi.Fr. 231: [tense] aor. inf. [voice] Pass.σαωθῆναι Il.15.503
, Od.10.473; imper.σαωθήτω Il.17.228
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἐσάωθεν Od.3.185
: [tense] fut. [voice] Med.σαώσομαι 21.309
.3 from [full] σάωμι, [dialect] Aeol. [ per.] 2sg.σάως Alc.73
(fort. σάῳς); [ per.] 2sg. imper.σάω Od.13.230
, 17.595, Call. l.c., etc.: σάω as [ per.] 3sg.[tense] impf., Il.16.363, 21.238.4 from [full] σώω, part.σώοντες Od.9.430
; [dialect] Ion. [tense] impf.σώεσκον Il.8.363
; σώετε, σώεσθαι, A.R.4.197, 2.610.5 from [full] σόω, subj. σόῃς, -ῃ, -ωσι, Il.9.681, 424, 393 vulg., where Tyrannio ap.Hdn.Gr.2.66 reads σοῷς, σοῷ, σοῶσι; in 9.681 Aristarch. read both σαῷς and σοῷς; the forms σοῷς, σοῷ perh. arise from σαόω, by contraction and 'distraction': but σόωσι from σώωσι acc. to Hdn.Gr.l.c.; Hsch. cites also σόεις, σοῦται as = σώζεις, σώζεται.6 [dialect] Lacon. [full] σωάδδει· παρατηρεῖ, Hsch.: but also [suff] σχολι-σοΐδδω, [tense] aor. ἀπέσοιξεν· ἀπέσωσεν, Λάκωνες, Id.7 σωννύω, Dinol.5:—save, keep,1 of persons, save from death, keep alive,σώοντες ἑταίρους Od.9.430
;ζωοὺς σάω Il.21.238
;ὄτ' ἄσφ' ἀπολλυμένοις σάως Alc.73
, cf. Th.1.91, X.An.3.1.38;πόδες καὶ γοῦνα σ. τινά Il.21.611
; νὺξ στρατὸν ς. 9.78; spare, Od.22.357:—[voice] Pass., to be saved, kept alive, preserved, opp. ἀπολέσθαι, Il.15.503, Od.3.185, etc.;ἀγαπητῶς σεσωσμένους Lys.16.16
; keep a whole skin, escape destruction,οἱ σωθησόμενοι Pl.Tht. 176d
; so in [tense] pres. σωζόμενος, Thgn.68, 235 (s.v.l.); to be healed, recover from sickness, Hp.Coac. 136, Is.1.10 (dub. l.);ὑγιαίνοντες καὶ σωζόμενοι IG22.1028.89
(i B.C.); σώζεο, as a wish, God bless you, farewell, Call.Del. 150, AP5.240 (Paul. Sil.), 9.372; σώζοισθε ib.171 (Pall.); also, save oneself, escape, ; μόγις or μόλις σῴζεσθαι escape with difficulty, Id.Ep. 332c, D.S.2.48, etc.; χαλεπῶς ς. Thgn.675.b esp. in NT, of God or Christ, 1 Ep.Cor.1.21, etc.;σ. τὸ ἀπολωλός Ev.Luc.19.10
;σ. τὸν κόσμον Ev.Jo.12.47
:—freq. in [voice] Pass., to be saved or in a state of salvation, Ev.Matt.19.25, etc.;οἱ σῳζόμενοι Ev.Luc.13.23
, Act.Ap.2.47.2 of things, keep safe, preserve, rare in Hom.,σάω μὲν ταῦτα, σάω δ' ἐμέ Od.13.230
;σπέρμα πυρὸς σώζων 5.490
; πόλιν καὶ ἄστυ ς. Il.17.144;σαώσει Ἀργείους καὶ νῆας 10.44
, cf. 9.230: freq. in Trag. and [dialect] Att.,σ. φάρμακον S.Tr. 686
; ; τὰ σκεύη, παῖδας οἶκον χρήματα, καρπούς, Ar. Pax 730 (anap.), Av. 380 (troch.), 1062 (lyr.); τὰ πατρῷα, τὰ ὑπάρχοντα, Id.Th. 820 (lyr.), Th.1.70; σ. πόλιν preserve the city or the state, Hdt.8.34, A. Th. 749 (lyr.), S.Ant. 1058, Pl.R. 417a, cf. Grg. 512b, etc.;τὰ πράγματα Th.1.74
;τὴν Ἑλλάδα Ar.Lys. 525
(lyr.); τὰς πολιτείας, τὴν δημοκρατίαν, etc., Arist.Pol. 1309b15,36; τόνδε γὰρ [λόγον] σῴζων keeping it secret, A.Pr. 524, cf. S.OC 1530; σ. καιρόν save or recover an opportunity, D.19.6, cf. 23.4:—[voice] Med., keep or preserve for oneself,τὴν εὐλάβειαν S.El. 993
, cf. E.Alc. 146, etc.;αὐτὸς αὑτῷ σ. τι Ar.Ec. 402
, cf.Eq. 1017 (hex.):—[voice] Pass., τὸ ἄπραγμον οὐ σῴζεται is not secure, Th.2.63; ἡ.. πόλις οὐκ ἂν ἐσῴζετο; Ar.Ec. 219; to be preserved or extant, of books, Longin. ap. Porph.Plot.20, Gal.15.705, D.C.70.2.3 keep, observe, maintain laws, etc.,σ. ἐφετμάς A.Eu. 241
;τὸν παρόντα νοῦν Id.Pr. 394
;τοὺς καθεστῶτας νόμους S.Ant. 1114
, cf. Arist.VV 1250b17;τοὺς σοὺς λόγους E.Hel. 1552
; τὸ μόρσιμον ib. 613; (ii A.D.); confirm,τὸ τοῦ ποιήσαντος Arist.Mu. 400b24
, cf. Antig.Mir.45 ([voice] Pass.); πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν to retain the observed facts, Procl.Hyp.5.10; κατὰ ποσὸν σῴζει τὴν πρὸς τὸ μῶλυ ἐμφέρειαν retains, i.e. does not lack, a certain resemblance to.., Dsc.3.46, cf. 98, Sor.Fasc.8:—[voice] Pass., to be maintained,τοῦ μήκους σῳζομένου Arist.Mete. 386a2
;ἐφ' ᾧ τοῖς θεοῖς τὰ ἱερὰ σωθήσεσθαι PHib.1.77.7
(iii B.C.).4 keep in mind, remember, E.Hel. 266, Pl. R. 486c: more freq. in [voice] Med.,παρῆκα θεσμῶν οὐδέν, ἀλλ' ἐσῳζόμην.. ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν S.Tr. 682
, cf. El. 1257;μηδ' ἂ ἔμαθε σῴζοιτο Pl.R. 455b
; in full, (lyr.), cf. Pl.Grg. 501a, Tht. 163d.II Constr.:1 simply c. acc., v. supr.2 with a sense of motion to a place, bring one safe to,τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.452
;ἐς ὅμιλον Il.19.401
;πόλινδε 5.224
, etc.; ;εἰς τὴν βασιλείαν τὴν ἐπουράνιον 2 Ep.Ti.4.18
:—[voice] Pass., come safe to a place,σωθέντος ἐμεῦ ὀπίσω ἐς οἶκον Hdt.4.97
, cf. 9.104;πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι A.Pers. 737
; ;οἴκαδε X.HG1.6.7
; σῴζεσθαι ἐπὶ τὴν ὑμετέρην [χώρην] Hdt.5.98;ἐς δόμους σωθέντ' S.Tr. 611
;σωθῶμεν ἐπὶ θάλατταν X.An. 6.5.20
: c. dat. pers.,μόλις ὔμμιν ἐσώθην Theoc.15.4
.3 σ. τινὰ ἐκ φλοίσβοιο, ἐκ πολέμου, carry off safe, rescue from.., Il.5.469, 11.752;ἐκ ποταμοῖο 21.274
;ἐκ θανάτοιο Od.4.753
;ἐκ πολλῶν πόνων S.El. 1356
;ἀπὸ στρατείας A.Ag. 603
;διὰ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι X. An.5.5.8
: c. gen., σώσας ἐχθρῶν χθόνα having rescued it from them, S.Ant. 1162;σῶσαί τινα κακοῦ Id.Ph. 919
;σεαυτὸν νούσου Ath.Mitt. 56.124
([place name] Smyrna);σωθῆναι κακῶν E.Or. 779
.--Both constructions may be combined,σ. τινὰ ἐκ πολέμοιο νῆας ἔπι Il.17.452
;ἐκ π. μετὰ νῆας 12.123
;ἐξ Αἰγίνης δεῦρο Pl.Grg. 511d
.4 c. acc. et dat. pers., save for another,υἷά τινι Od.4.765
;ἡμῖν τὸν βίον Pl.Prt. 356e
, etc.:— [voice] Pass.,σῴζεταί τί τινι Ar. Pax 1022
, X.An.7.7.56.6 c. part., σῴζεσθαι φεύγοντες by flight, X.Cyr.3.3.51.7 abs., τὰ σώσοντα what is likely to save, D.6.5; ἡ σῴζουσα [ψῆφος] Luc.Harm.3.b σώζων, ὁ, Saviour, of a god, JRS14.28 ([place name] Iconium); epith. of Apollo, CR19.368 ([place name] Sizma).c σῴζουσα, ἡ, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113. -
2 οὐ
οὐ (1οὔ O. 7.48
:κοὐ P. 4.151
)1 negatives vb., sent.aοὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
οὔ μιν διώξω O. 3.45
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34
σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
οὐ ψεύσομ O. 13.52
οὐ χρὴ O. 13.94
οὐ φθίνει P. 1.94
οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
οὐκ ἔμειν P. 3.16
οὐχ ἅπτεται P. 3.29
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82
οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
“ οὐ πρέπει” P. 4.147οὐκ ἐόλει P. 4.233
οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “ οὐ κεχείμανται” P. 9.32οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
οὐ φαίνεται P. 12.29
οὐκ ἔραμαι N. 1.31
οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15
τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
οὐ νέοντ N. 4.77
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
οὐ σπανίζει N. 6.31
οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25
οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56
οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60
οὐ μέμψεται N. 7.64
χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
οὐχ ἕπεται N. 11.43
οὐ φράζεται I. 1.68
οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20
οὐ κατελέγχει I. 3.14
οὐ φείσατο I. 6.33
γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶνπραπίδες I. 8.30
οὐ κατέφθινε I. 8.46
οὐ κατελέγχει I. 8.65
οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
οὐ τόλμα Pae. 6.94
οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26
“ κοὔ με πονεῖ ἀλλὰ” P. 4.151ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27
P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127
cοὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.d οὐ γε, qualifying subord. cl.πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28
2 combined with other neg.οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
“ οὔ τι οὐδὲ μὰν” P. 4.87πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.3a c. part.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19
ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
οὐκ ἐρίζων P. 4.285
οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80
οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
b c. adj.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
χόλον οὐ φατὸν O. 6.37
οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
“ οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλων” P. 4.118 “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49
οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76
οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἁνία τἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70
ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.4 c. subs.πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.5 c. adv.aὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36
οὐχ ὁμῶς I. 3.6
bοὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
6 c. prep., in meiosis.οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45
ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7
οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32
“ οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76
οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20
οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.7 c. inf.χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
8a οὔπω, v. πω.bοὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.c οὔ τις, (cf. οὔτις)πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
, cf. O. 12.7πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54
ἕτερον οὔ τινα οἶκονἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν” P. 4.879 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
3 πραγματεία
A prosecution of business, diligent study, Isoc.1.44,5.7, Pl.Cra. 408a, al.; ;πλείονος εἶναι πρηγματίης Hp.VM7
; ἡ μάταιος π. [λογισμῶν] this idle attention to argumentations, X.Mem.4.7.8; μετὰ πολλῆς π. with a great deal of trouble, PCair.Zen.19.4 (iii B. C.).II occupation, business, ἡ π. αὐτῆς (sc. τῆς ῥητορικῆς)ἅπασα.. εἰς τοῦτο τελευτᾷ Pl.Grg. 453a
; ἡ τοῦ διαλέγεσθαι π. the business of dialectic, Id.Tht. 161e; τοῦ πολιτικοῦ.. πᾶσα ἡ π. περὶ πόλιν [ἐστί] Arist Pol.1274b37, cf. EN1105a11; ἡ δημηγορικὴ π. the business of oratory, Id.Rh.1354b24;ἀπὸ τῆς ἀναισχύντου π. ἀποστῆναι Aeschin.3.242
; πραγματεῖαι official duties, opp. ἀρχαί, ib.13, cf.PTeb.5.143, al. (ii B. C.); esp. law-business, lawsuit, Isoc.2.18, al.;ἡ περὶ τὰ δικαστήρια π. Id.15.31
: pl., affairs in general, ; (nisi leg. πραγμάτων); troubles, D.61.37, Epicur.Ep.1p.28U.; πρὸς ἔθνη τὴν π. ἔχειν to have dealings with.., Str.9.2.2.b pl., works, of the buildings of Solomon, LXX 3 Ki.9.1.III treatment of a subject,εἰδέων Archyt.4
; ἡ τοῦ ἐπιπέδου π., as a definition of plane geometry, Pl.R. 528d; ἡ Πλάτωνος π. Plato's system, Arist.Metaph. 987a30, cf. 986a8, Epicur.Ep.1p.3U., Phld.D.1.17; manner of dealing with,ἡ περὶ τοὺς μάρτυρας π. Arist.Rh. 1376b4
.2 philosophical argument or treatise, Id.Top. 100a18, 101a26;τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ π. Id.Ph. 194b18
;ἡ παροῦσα π. οὐ θεωρίας ἕνεκα Id.EN 1103b26
; the subject of such a treatise,τρεῖς αἱ π. Id.Ph. 198a30
, cf. SE 183b4;ἡ περὶ τῶν ἀγαθῶν ἐκδοθεῖσα π. Str.1.2.2
, etc.3 systematic or scientific historical treatise, Plb.1.1.4, 1.3.1, D.S.1.1, D.H.1.74, Luc. Hist.Conscr.13; Τρωϊκὴ π. the legends of the Trojan war, Arg.S.Aj.;π. συνέταξεν ἐν δράματι τῶν Δαρδάνου πράξεων τὰς μνημοσύνας BMus.Inscr.3.444.18
([place name] Iasus).4 magical operation, spell,ἡ Σολομῶνος π. PMag.Par.1.853
, cf.776.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραγματεία
-
4 χρῆμα
A need, in the phrase παρὰ χ. or παραχρῆμα (q. v.); a thing that one needs or uses, cf. X.Oec.1.9 sq. (pl.): hence in pl., goods, property (χρήματα λέγομεν πάντα ὅσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται Arist.EN 1119b26
), Od.2.78, 203, al. (never in Il.), Hes.Op. 320, 407, etc.; of temple-treasures, heirlooms, etc., Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.);τὰ ἱρὰ χ. τῆς Ἀθηναίης Hdt.2.28
, cf. 9.81;θησαυρούς.. ἄλλα τε χρύσεα ἄφατα χ. Id.7.190
;πολλῶν χ. ἐξαίρετον ἄνθος A.Ag. 954
;πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματακαὶ κτήματα κατασκευάζειν· ἔστι δὲ χ. μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κ. δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις Isoc.1.28
; ; πρόβατακαὶ ἄλλα χ. X.An.5.2.4
; τὰ ἀνδράποδα.. καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα ἀπέδρα αὐτούς ib.7.8.12: prov., χρήματα ψυχὴ πέλεται.. βροτοῖσι a man's money is his life, Hes.Op. 686; χρήματ' ἄνηρ ' money makes the man', Alc.49, Pi.I.2.11; , cf. Ch. 135; alsoχρημάτων πένητες E.El.37
;τὰ χρήματ' ἐνεχυράζομαι Ar.Nu. 241
;χρήματα πορίζειν Id.Ec. 236
;ἄτιμοι ἦσαν τὰ σώματα, τὰ δὲ χ. εἶχον And.1.74
;χρημάτων ἥσσων Democr.50
;χρημάτων κρείσσων Th.2.60
; χρήμασι νικώμενος ibid.; χρημάτων ἀδωρότατος ib. 65;ἐλπίδα χρήμασιν ὠνητήν Id.3.40
; ;ζημιοῦσθαι χρήμασιν Id.Lg. 721b
; even of debts,διαλῦσαι τὰ χ. D.20.12
;δεθέντ' ἐπὶ χρήμασιν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ Id.24.168
.—Acc. to Poll.9.87 the [dialect] Ion. used also the sg. in this sense, and so we find, ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι .. ; for how much money.. ? Answ. ἐπ' οὐδενί, Hdt.3.38; ταύτην (sc. τὴν χλανίδα) πωλέω μὲν οὐδενὸς χ. δίδωμι δὲ ἄλλως ib. 139; also in Thgn.197, χ. δ' ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδρὶ γένηται; in [dialect] Att., οὐδενὸς ἂν χ. δεξάμενοι at no price, And.2.4; and in later Prose, fund, sum of money, Arch. f. Religionswiss.10.211 (Cos, ii B. C.);τὸ πλῆθος τοῦ χ. D.S.13.106
, cf. Act.Ap.4.37, Luc.VH1.20; merchandise,Heraclit.
90, X.HG1.6.37, Th.3.74; property, substance, Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).II generally, thing, matter, affair, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., h.Merc. 332, Hes.Op. 344, 402;χρημάτων ἄελπτον οὐδέν Archil. 74
;πάντων χ. δικαιότατον Mimn.8
;πρῶτον χρημάτων πάντων Hdt.7.145
; ἀντὶ πάντων χ. on every account, And.2.21; δεινότατον ἁπάντων χρημάτων ib.1; πᾶν χ. ἐκίνεε 'left no stone unturned', Hdt.5.96; τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον 'deeds show the man', Pi.O.6.74;πάντων χ. μέτρον ἄνθρωπος Protag.1
; περαίνεται τὸ χ. the issue is being decided, Plu.Caes.47: pl., simply, things,ὁμοῦ πάντα χ. ἦν Anaxag.1
, cf. Pl.Cra. 440a, Euthd. 294d, Plot.4.2.1.2 χρῆμα is freq. expressed where it might be omitted,δεινὸν χ. ἐποιεῦντο Hdt.8.16
; οἷόν τι χ. ποιήσειε ib. 138; ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν ἀποικίην to send out a colony without any certain destination, Id.4.150; freq. in Trag., τί χρῆμα; = τί; what?τί χ. λεύσσω; A.Pr. 300
, Ch.10; or why? E.Alc. 512; so in gen., τοῦ χ. (sc. ἕνεκα); Ar.Nu. 1223;τί χ. δρᾷς; S.Aj. 288
, cf. Ph. 1231;τί χ. πάσχει; E. Hipp. 909
; τί δ' ἐστὶ χρῆμα; what is the matter? A.Ch. 885;πικρόν τί μοι δοκεῖ χ. εἶναι Pl.Grg. 485b
; , al.; μάλιστα χρημάτων most of anything, i. e. certainly, Anon.Oxy.1611.68 (iii A. D.); cf.χρέος 11.2
.3 used in periphrases to express something strange or extraordinary of its kind, ὑὸς χ. μέγα a huge monster of a boar, Hdt.1.36;ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Id.7.188
; τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον what a business the nights are! Ar.Nu.2; λιπαρὸν τὸ χ. τῆς πόλεως what a grand city! Id.Av. 826, cf. Lys.83; κλέπτον τὸ χ. τἀνδρός a thievish sort of fellow, Id.V. 933;τὸ χ. τοῦ νοσήματος Id.Lys. 1085
; μακάριον.. λέγεις τυράννου χ. your tyrant-creature, Pl.R. 567e;χ. θαυμαστὸν γυναικός Plu.Ant.31
: without a gen.,ἔλαφον, καλόν τι χ. καὶ μέγα X.Cyr.1.4.8
; σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος truly a clever creature is he! Theoc.15.83; κοῦφον χ. ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, of the poet, Pl. Ion 534b; χ. καλόν τι such a fine thing! Theoc.15.23; also in a periphrastic use, οὐδὲν χ. τοῦ ἀγκῶνος κάμψαι δύνανται cannot bend the elbow at all, Hp.Fract.42.b so, to express a great number or mass, as we say, a deal, a heap of.., πολλόν τι χ. τῶν τέκνων, χ. πολλὸν ἀρδίων, νεῶν, Hdt.3.109, 4.81, 6.43;χ. πολλόν τι χρυσοῦ Id.3.130
;σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου E. Supp. 953
; ὅσον τὸ χ. παρνόπων what a lot of locusts! Ar.Ach. 150;ὅσον τὸ χ. τοῦ πλακοῦντος Id.Eq. 1219
;πολὺ χ. τεμαχῶν Id.Pl. 894
; τὸ χ. τῶν κόπων ὅσον what a lot of them! Id.Ra. 1278;τῶν λαμπάδων ὅσον τὸ χ. Id.Th. 281
; also of persons, χ. θηλειῶν womankind, E.Ph. 198;σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. X.Cyr.2.1.5
;μέγα χ. Λακαινᾶν Theoc.18.4
: without a gen., ὅσον τὸ χ. ἐπὶ δεῖπνον ἦλθε what a crowd.. ! Ar. Pax 1192. -
5 ἀπαθής
ἀπᾰθής, ές,A not suffering or having suffered, c. gen.,ἀ. ἔργων αἰσχρῶν Thgn.1177
;κακῶν Hdt.1.32
, 2.119, X.An.7.7.33, etc.;ἀεικείης Hdt.3.160
;τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Pl.Phlb. 33e
;νόσων D.60.33
, etc.; but also, without experience of,πόνων Hdt.6.12
;καλῶν μεγάλων Id.1.207
: abs., A.Pers. 862 (lyr.), Th.1.26;πρός τινος Pi.P.4.297
; χάριν ἴσθι ἐὼν ἀ. be grateful for going unpunished, Hdt.9.79: generally, unaffected,τὸ οἰκεῖον ὑπὸ τοῦ οἰκείου ἐστὶν ἀ. Arist.Pr. 872a11
, cf. Thphr.Ign.42;πρός τι Plu.Alc.13
, etc.: c. dat. modi, Luc.Nav. 44.b Medic., of organs, unaffected, sound,μόρια Aret.SD1.7
, cf. Gal.5.122; τὰ ἀπαθῆ τῶν ᾠῶν good eggs, Alex.Aphr. Pr.2.76.II without passion or feeling, insensible, free from emotion, Arist.Top. 125b23, cf. Rh. 1378a5, 1383a28, Stoic.3.109, al., Pers.Stoic.1.99; of the Cynics, Polystr.p.20 W.; unmoved by..,τινός Phld.Acad. Ind.p.51
M. Adv.-θῶς, ἔχειν Plu.Sol.20
: [comp] Comp.- έστερον Plot.
3.6.9: [comp] Sup.- ἐστατα Longin.41.1
.2 of things, not liable to change, impassive, Arist.Metaph. 1019a31,al.;ἀ. αἱ ἰδέαι Id.Top. 148a20
, cf. Metaph. 991b26;Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀ. φάσκων Id.Ph. 256b25
;ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν Id.de An. 408b29
, cf. 430a18;οὐσία ἀσώματος καὶ ἀ. Plu.2.765a
; ἀ. ὑπὸ τῶν πολλῶν unaffected by the many, Dam.Pr.60.3 Medic., unaffected by disease, healthy,περιταμὼν ἄχρι τῶν ἀπαθῶν Gal.5.122
, cf. Antyll. ap. Orib.44.23.13.IV Gramm., not modified, of uncontracted verbs, Theodos.Can.p.36H.; of patronymics, Eust.13.17; in Metric, free from metrical licences, Ps.-Plu.Metr.p.472B.V ἀπαθῆ, τὰ μὴ ὡς ἀληθῶς γεγονότα πάθη AntiphoSoph.5. -
6 ἆθλον
ἆθλον, τό, [dialect] Att. [var] contr. from [dialect] Ep., [dialect] Ion., Lyr. [full] ἄεθλον (which alone is used by Hom. and Hdt., mostly also by Pi., once by S.Tr. 506 (lyr.)):—A prize of contest, Il.23.413, 620, etc., Pi.O.9.108, al., A.Supp. 1033, E.Hel.43; τῶν Ἀθήνηθεν ἄ., inscr. on Attic prize amphorae, CIG776, etc.;ἆ. μουσικῆς IG2.814
; in Prose,ἆθλα ἀρετῆς Th.2.46
;ἁμαρτημάτων Lys.1.47
. Phrases: ἄεθλα κεῖται or πρόκειται prizes are offered, Hdt.8.26,9.101; ἆθλα προφαίνειν, προτιθέναι offer prizes, X.Cyr.2.1.23, Hier.9.4; ; ἆθλα λαμβάνειν, φέρεσθαι to win prizes, Pl.R. 613c, Ion 530a, etc.; ἆθλον νίκης λαμβάνειν as the prize, Arist.Pol. 1296a30, cf. Th.6.80;ἆ. ποιεῖσθαι τὰ κοινά Th.3.82
; ;ἆθλα πολέμου Id.4.5
;τῆς ἀρετῆς Id.20.107
;βέλτιον τοῖς δούλοις ἆ. προκεῖσθαι τὴν ἐλευθερίαν Arist.Pol.
1330a33.II = ἆθλος, contest, only in pl., , cf. Xenoph.2.5, Pi.O. 1.3: metaph., conflict, struggle, ;ἄεθλ' ἀγώνων Id.Tr. 506
:—this usage is censured by Luc. Sol.2.III in pl., place of combat, Pl.Lg. 868a, 935b.IV Astrol., = κλῆρος (q. v.), Manil.3.162.
См. также в других словарях:
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα … Deutsch Wikipedia
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
φαρμακευτικά φυτά — Ονομασία ορισμένων φυτών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ή από τα οποία λαμβάνεται με ειδική επεξεργασία παρασκεύασμα (εκχύλισμα) για τον ίδιο σκοπό. Ήδη από την αρχαιότητα οι άνθρωποι κατέφευγαν στα φυτά για την ανακούφιση των πόνων και τη… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
μακροχρόνιος — α, ο (AM μακροχρόνιος, ον) 1. αυτός που διαρκεί, που παραμένει επί πολύ χρόνο (α. «μακροχρόνια ασθένεια» β. «ὀφθαλμίαι ὑγραὶ μακροχρόνιοι μετὰ πόνων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ζει πολλά χρόνια, πολύχρονος, μακρόβιος («τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek